- οικειοβούλως
- οἰκειοβούλως (Μ)επίρρ. αυτοπροαίρετα, οικειοθελώς, οικείᾳ βουλήσει.[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από αμάρτυρο επίθ. *οἰκειόβουλος (< οἰκεῖος + -βουλος < βουλή), πρβλ. αυτο-βούλως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.